- Σαβαζιασταί
- Σᾰβαζιασταί, οἱ,A worshippers of Sabazius, IG22.1335.4 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σαβαζιαστές — οι / Σαβαζιασταί, ΝΑ μυθ. οι λάτρες τού θεού Σαβαζίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβάζιος + κατάλ. ιαστής, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *σαβαζιάζω (πρβλ. Ποσειδων ιασταί)] … Dictionary of Greek
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek